ᾠδικῆς

ᾠδικῆς
ᾠδικός
musical
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φωνασκός — ο, ΝΜΑ, και φωνασκός, ἡ, Α νεοελλ. αυτός που φωνασκεί, που μιλάει φωνάζοντας μσν. αρχ. δάσκαλος τής ωδικής και τής απαγγελίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού φωνασκῶ] …   Dictionary of Greek

  • Μουσόργκσκι, Μόντεστ Πέτροβιτς — (Καρέβο, Πσκοφ 1839 – Πετρούπολη 1881). Ρώσος συνθέτης. Κατευθύνθηκε από τη μητέρα του στη σπουδή του πιάνου, αλλά υποχρεώθηκε να παραμελήσει την πρώιμη κλίση του για τη μουσική, για να ικανοποιήσει την επιθυμία του πατέρα του, που τον ώθησε στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”